Παιδική βαρηκοΐα
Η βαρηκοΐα αποτελεί τη συχνότερη συγγενή διαταραχή στην παιδική ηλικία, με επίπτωση σημαντικά μεγαλύτερη από άλλες γνωστές παθήσεις, όπως ο διαβήτης. Υπολογίζεται ότι 1-2 παιδιά στα 1000 γεννιέται με σοβαρή αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα (πρακτικά κώφωση), ενώ μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των νεογνών με ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη βαρηκοΐα μικρότερου βαθμού. Ο ρυθμος της βαρηκοΐας είναι ακόμη μεγαλύτερος σε μεγαλύτερα παιδιά, καθώς πολλές επίκτητες αλλά και κληρονομικές βαρηκοΐες προστίθενται με την πάροδο του χρόνου.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων παιδικής βαρηκοΐας η διάγνωση γίνεται με σημαντική καθυστέρηση ακόμα και μετά το 2ο-3ο έτος. Η καθυστερημένη διάγνωση και αντιμετώπιση της αμφίπλευρης βαρηκοΐας επηρεάζει αρνητικά και πολύπλευρα την ανάπτυξη και το μέλλον του παιδιού. Η ανεπαρκής ανάπτυξη του λόγου και των δυνατοτήτων επικοινωνίας του παιδιού, η παρεμπόδιση της εκπαίδευσης του και η κοινωνική απομόνωση, αποτελούν τις κυριότερες συνέπειες που δυνητικά μπορούν να εξαλειφθούν με την έγκαιρη διάγνωση και την πρώιμη παρέμβαση. Κατά συνέπεια δεν θα πρέπει να συνιστάται σε καμία περίπτωση βαρηκοΐας η τακτική της αναμονής υπό παρακολούθηση.
Διάγνωση
Είναι γνωστό ότι στην εποχή μας δεν υπάρχει όριο ηλικίας για τον έλεγχο της ακοής. Ο έλεγχος της ακοής μπορεί να γίνει αξιόπιστα και αντικειμενικά από τις πρώτες κιόλας ώρες της ζωής του νεογέννητου. Μεγάλο μέρος της ευθύνης για την πρώιμη διάγνωση της βαρηκοΐας επωμίζονται και οι παιδίατροι που σε κάθε επίσκεψη ρουτίνας πρέπει πάντα νε ελέγχουν και το ενδεχόμενο ύπαρξης βαρηκοΐας. Σημαντική βοήθεια για το σκοπό αυτό προσφέρει η αναζήτηση από το ιστορικό και την κλινική εξέταση των γνωστών παραγόντων κινδύνου για βαρηκοΐα καθώς και η παρακολούθηση των σταδίων ανάπτυξης ακοής και ομιλίας).
Ο ακοολογικός έλεγχος καθορίζει τον βαθμό και τον τύπο της βαρηκοΐας. Ο διαγνωστικός έλεγχος περιλαμβάνει το ιστορικό , την ωτοσκόπηση , την κλινική εξέταση, τις αναφορές των γονιών για τις αντιδράσεις του παιδιού και τις ακοολογικές εξετάσεις οι οποίες είναι οι προαναφερθείσες, καθώς και άλλες όπως το τονικό ακοόγραμμα, ο έλεγχος των ακουστικών αντανακλαστικών και το ακοόγραμμα ελεύθερου πεδίου. Οι σταθερές ακουστικές απαντήσεις αποτελούν εξέλιξη των ακουστικών προκλητών δυναμικών και υπόσχονται ακόμα ακριβέστερο έλεγχο της ακοής.
Με την επιβεβαίωση της βαρηκοΐας ακολουθούν οι εξετάσεις διερεύνησης αυτής. Αυτές περιλαμβάνουν απεικονιστικές και εργαστηριακές εξετάσεις καθώς και γενετικά τεστ.
Παρ’όλες τις προσπάθειες η αιτιολογία της παιδικής βαρηκοΐας παραμένει ανεξακρίβωτη στο 30-40% των περιπτώσεων. Σημαντικό είναι ότι περίπου το 30% των παιδιών με βαρηκοΐα θα παρουσιάσει αναπτυξιακή καθυστέρηση ή άλλες διαταραχές όπως οφθαλμολογικές.
Αντιμετώπιση της παιδικής βαρηκοΐας
Η πρώιμη ανίχνευση και η διάγνωση της βαρηκοΐας αποτελούν τα πρώτα αλλά σημαντικά βήματα στο συνολικό πρόβλημα των βαρήκοων παιδιών. Το επόμενο εξίσου σημαντικό βήμα είναι η αντιμετώπιση της βαρηκοΐας με τελικό στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ανάπτυξη των γλωσσικών δυνατοτήτων , των γνώσεων και της κοινωνικής ένταξης του βαρήκοου παιδιού.
Η αντιμετώπιση της νευροαισθητήριας βαρηκοΐας μπορεί να είναι συντηρητική και στηρίζεται στα ακουστικά βαρηκοΐας και την ειδική εκπαίδευση. Η χρήση των ακουστικών έχει αποδειχθεί ότι βοηθά σε όλες τις περιπτώσεις βαρηκοΐας. Η ρύθμιση του ακουστικού βαρηκοΐας θα πρέπει να γίνεται με βάση τις ακουολογικές εξετάσεις και τις απαιτήσεις του παιδιού. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να ενθαρρύνεται η χρήση του για το μεγαλύτερο δυνατό διάστημα της ημέρας. Γενικά συνιστάται η αμφίπλευρη ενίσχυση σε αμφοτερόπλευρες βαρηκοΐες. Τα ακουστικά βαρηκοΐας μπορούν να εφαρμοστούν από την νεογνική ηλικία.